- μάγκας
- ο, θηλ. μάγκισσα1. (το αρσ.) (κατά την τουρκοκρατία και κατά την επανάσταση τού 1821) άτακτος στρατιώτης που ανήκε σε μια μάγκα2. (στο παρελθόν) νέος χωρίς βιοποριστικό επάγγελμα που περιφερόταν στους δρόμους και ζούσε από θελήματα ή και μικρολωποδυσίες ή μικροαπάτες, αλητόπαιδο, χαμίνι, χασομέρης3. ψευτοπαλικαράς, νταής («πολύ τον μάγκα μάς κάνεις και δεν σού πάει»)4. κατεργάρης, διεφθαρμένος, μπερμπάντης5. επιτήδειος στη διεξαγωγή διαφόρων υποθέσεων, καπάτσος («ήταν μάγκας και γι' αυτό τά κατάφερε»)6. έξυπνος, τίμιος, με σωστή και αντρίκια συμπεριφορά, μπεσαλής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού θηλ. μάγκα* με αλλαγή γένους (πρβλ. η μαλάκα: ο μαλάκας)].
Dictionary of Greek. 2013.